- Τανταλίδος
- Τανταλίςfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τανταλίδος — τανταλίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθόγληνος — λιθόγληνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λίθινους οφθαλμούς («λιθόγληνον πρόσωπον Τανταλίδος», Now.) 2. λιθοδερκής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)* + γλῆνος (τὸ) «μάτι»] … Dictionary of Greek